Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ γειναμένη

См. также в других словарях:

  • γειναμένη — γείνομαι y aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γειναμένῃ — γείνομαι y aor part mid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γείνομαι — (Α) 1. γεννιέμαι 2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) γεννώ, φέρνω στον κόσμο (για πατέρα, μητέρα ή την πατρίδα) (α. οἱ γεινάμενοι οι γονείς β. ὁ γεινάμενος ο πατέρας γ. ἡ γειναμένη η μητέρα δ. «πατρίς ἥ μ ἐγείνατο» η πατρίδα που μέ γέννησε, Ευρ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»